προσαμβασις

προσαμβασις
    προσάμβασις
    προσάμβᾰσις
    -εως ἥ Trag. = προσανάβασις См. προσαναβασις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσαμβασις" в других словарях:

  • προσάμβασις — ασεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. προσανάβασις …   Dictionary of Greek

  • προσαμβάσεις — προσάμβασις fem nom/voc pl (attic epic) προσάμβασις fem nom/acc pl (attic) προσανάβασις going up fem nom/voc pl (attic epic) προσανάβασις going up fem nom/acc pl (attic) προσαμβά̱σεις , προσαναβαίνω go up aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανάβαση — η / προσανάβασις άσεως, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. προσάμβασις Α [προσαναβαίνω] νεοελλ. 1. η επί πλέον αύξηση, βαθμιαία επαύξηση 2. (για νερά) πλημμύρα, ξεχείλισμα μσν. αρχ. μέρος, τόπος από όπου ανέρχεται κανείς κάπου («ἀνὴρ... κλίμακος προσαμβάσεις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»